Έχουν υπάρξει στην ιστορία της ψυχανάλυσης και της ψυχοθεραπείας ατέλειωτες συζητήσεις και περιγραφές της διαφορετικότητάς τους. Έχουν διατυπωθεί διαφορές που αφορούν: α) στη συχνότητα, β) στο πλαίσιο, γ) στον αναλυτή και δ) στην προσωπικότητα του ασθενή. Ίσως η πιο γνωστή από τις διαφορές μεταξύ ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας είναι ο αριθμός των εβδομαδιαίων συνεδριών. Συγκεκριμένα, επικρατεί η άποψη ότι ψυχοθεραπεία είναι η θεραπεία με συχνότητα μίας ή δύο συνεδριών την εβδομάδα, ενώ ψυχανάλυση θεωρείται η θεραπεία με συχνότητα από τρεις έως έξι φορές εβδομαδιαίως.
Μία άλλη διάκριση μεταξύ ψυχανάλυσης και ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας είναι η θέση του ασθενή – αν ξαπλώνει στο ντιβάνι ή κάθεται σε καρέκλα. Υποστηρίζεται ότι στην περίπτωση που ο ασθενής κάθεται στην καρέκλα, λόγω της βλεμματικής επαφής που έχει με τον αναλυτή του, παρεμποδίζεται η έκφραση των ελεύθερων συνειρμών, οπότε θεωρείται ότι κάνει ψυχοθεραπεία. Στην περίπτωση που ο ασθενής ξαπλώνει στο ντιβάνι, χωρίς βλεμματική επαφή με τον αναλυτή, με πλήρη άνεση ως προς την έκφραση των ελεύθερων συνειρμών, θεωρείται ότι κάνει ψυχανάλυση. Μία σημαντική διάκριση μεταξύ ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας αφορά τον αναλυτή. Αναλυτές οι οποίοι έχουν κάνει ανάλυση οι ίδιοι και υποστηρίζουν την ερμηνευτική μεταβίβαση και μόνο ως θεραπευτική μέθοδο, θεωρείται ότι είναι οι πλέον αξιόπιστοι να επιτελέσουν αναλυτικό έργο. Παρόλο που ιστορικά αυτή είναι μια σημαντική διάκριση, τις τελευταίες δεκαετίες το κριτήριο αυτό έχει ατονήσει. Σύμφωνα με την ανάλυση των αντικειμενοτρόπων σχέσεων θεωρείται αποδεκτό να γίνεται ψυχανάλυση, ακόμα κι αν ο ρόλος της μεταβίβασης είναι δευτερεύουσας σημασίας. Τέλος, στο παρελθόν, ένα κριτήριο που θεωρούνταν καθοριστικό για τη διάκριση μεταξύ ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας, αφορούσε τη δομή της προσωπικότητας του ασθενή. Υποστηρίζονταν ότι ψυχανάλυση μπορούν να κάνουν άτομα τα οποία έχουν νευρωτική δομή στην προσωπικότητά τους. Δηλαδή, άτομα συγκρουσιακού χαρακτήρα. Ενώ ασθενείς μεθοριακοί, ψυχωτικοί μπορούσαν να κάνουν ψυχοθεραπεία. Σήμερα, είναι κοινώς παραδεκτό ότι η δομή της προσωπικότητας των ασθενών που μπορούν να κάνουν ψυχανάλυση ή ψυχοθεραπεία ποικίλει, όπως προκύπτει από τα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί από την εμπειρία τόσο με εξωτερικούς, όσο και με νοσοκομειακούς ασθενείς, καθώς και τις θεωρητικές θέσεις των διαφόρων ψυχαναλυτικών σχολών, της Θεωρίας του Εγώ, των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων, της Θεωρίας του Εαυτού, της Θεωρίας του Λακάν και της Θεωρίας της Γνωσιακής Ψυχοθεραπείας και της Νευρο-ψυχανάλυσης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι η διαχωριστική γραμμή που καθορίζει την καταλληλότητα ενός ασθενούς για ψυχανάλυση ή ψυχοθεραπεία είναι μη σαφώς καθορισμένη και μέσα στο γενικότερο πλαίσιο ασάφειας που χαρακτηρίζει αυτόν τον θεραπευτικό χώρο επικρατεί σύγχυση για το είδος της θεραπευτικής δουλειάς που γίνεται. Συγγραφέας: Ευτυχία Γυπαράκη |